- άνομος
- -η, -ο (AM ἄνομος, -ον)(για πρόσωπα)1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλοςβ) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικοςαρχ.1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομαπαράνομες πράξεις, ανομίες2. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής, μη μελωδικός, μη αρμονικός.
Dictionary of Greek. 2013.